Stavros Alevrakis

Από μικρό παιδί, η Μαδάρα ήταν ο κόσμος μου. 

Ήταν οι αυγινές ανάσες του βουνού, το τσουχτερό αεράκι του ξημερώματος, το χουχούλιασμα κάτω από την παλιά κουβέρτα στην καρότσα του αγροτικού, όσο ο πατέρας σκαρφάλωνε τις απότομες πλαγιές του Ψηλορείτη και των Λευκών Ορέων. 

Τον έβλεπα να χάνεται πίσω από τα φαράγγια, να γίνεται μια σκιά που έσμιγε με τη φύση – και να επιστρέφει πάντα την επόμενη μέρα, με το ίδιο βλέμμα γεμάτο γνώση, κόπο και περηφάνια.

Οι βοσκοί στα μιτάτα δεν ήταν απλώς γνωστοί· ήταν φίλοι, αδέρφια. Εκεί πάνω όλα είναι αλλιώς. Μια κούτα φυσέκια, μια κούτα τσιγάρα, κι ένα "ό,τι φάεις και ό,τι πιεις, Δημητράκη, να το συμπληρώσεις την άλλη φορά", όχι από υποχρέωση, αλλά από αρχή. Από εκείνη την άγραφη συμφωνία τιμής που κρατάει αιώνες στα βουνά της Κρήτης.

Έτσι γαλουχήθηκα. Μέσα σε μυρωδιές από ρίγανη και τσάι του βουνού, σε κουβέντες γύρω από τη φωτιά, σε σιωπές που λένε περισσότερα απ’ τις λέξεις. Εκεί έμαθα τι πάει να πει λεβεντιά, φιλοξενία, αξιοπρέπεια. Έμαθα να σέβομαι τη φύση, τον κόπο, τον άνθρωπο.

Αυτές τις αξίες κουβαλώ μέσα μου και αυτές θα μεταλαμπαδεύσω και στα παιδιά μου. 

Γιατί όσο υπάρχουν παιδιά που κοιμούνται σε καρότσες για να ξυπνήσουν σε κορφές, όσο υπάρχουν άνθρωποι που μετρούν τον πλούτο τους με φιλότιμο και λόγο, αυτή η Κρήτη θα αντέχει, αγέρωχη όπως τα βουνά της.