Η τραγική ιστορία της πρώτης ανάβασης στο πιο εμβληματικό βουνό του κόσμου πριν 160 χρόνια και ο κοσμοπολίτης Ελληνας ορειβάτης που συνδέθηκε μαζί του.
«Επειδή είναι εκεί». Κανείς δεν ξέρει αν ο πρώτος άνθρωπος που ανέβηκε στο Εβερεστ ήταν ο Τζορτζ Μάλορι (που ποτέ δεν επέστρεψε πίσω για να μας πει την ιστορία του), ή -πολλά χρόνια αργότερα- ο Εντμουντ Χίλαρι, ο Βρετανός που έχει κατοχυρώσει στο όνομά του αυτό το επίτευγμα -έστω και αν είναι κοινό μυστικό πλέον ότι ο σέρπα του ήταν αυτός που είχε το προνόμιο. Κανείς επίσης δεν γνωρίζει ποιος από τους δύο είπε αυτή τη φράση ως απάντηση για τον λόγο που μπαίνει κανείς σε τέτοιο ρίσκο για να φθάσει στην κορυφή του κόσμου.
Η φράση «Επειδή είναι εκεί» έχει καταχωρηθεί ως ένα είδος «βιβλικής εντολής» για την παγκόσμια ορειβασία και την ανάγκη του ανθρώπου να ξεπεράσει τα όριά του. Ομως για κάποιο βουνό υπάρχει κάτι πιο βαθύ και πιο σύνθετο, μία απάντηση που την ένιωσα από την πρώτη στιγμή που όταν άφηνα πίσω τα τελευταία σπίτια του Zermatt και ανηφόριζα προς εκείνη τη μαγνητική έλξη που ασκεί η θέα του Μάτερχορν.
«Επειδή είναι εκεί». Κανείς δεν ξέρει αν ο πρώτος άνθρωπος που ανέβηκε στο Εβερεστ ήταν ο Τζορτζ Μάλορι (που ποτέ δεν επέστρεψε πίσω για να μας πει την ιστορία του), ή -πολλά χρόνια αργότερα- ο Εντμουντ Χίλαρι, ο Βρετανός που έχει κατοχυρώσει στο όνομά του αυτό το επίτευγμα -έστω και αν είναι κοινό μυστικό πλέον ότι ο σέρπα του ήταν αυτός που είχε το προνόμιο. Κανείς επίσης δεν γνωρίζει ποιος από τους δύο είπε αυτή τη φράση ως απάντηση για τον λόγο που μπαίνει κανείς σε τέτοιο ρίσκο για να φθάσει στην κορυφή του κόσμου.
Η φράση «Επειδή είναι εκεί» έχει καταχωρηθεί ως ένα είδος «βιβλικής εντολής» για την παγκόσμια ορειβασία και την ανάγκη του ανθρώπου να ξεπεράσει τα όριά του. Ομως για κάποιο βουνό υπάρχει κάτι πιο βαθύ και πιο σύνθετο, μία απάντηση που την ένιωσα από την πρώτη στιγμή που όταν άφηνα πίσω τα τελευταία σπίτια του Zermatt και ανηφόριζα προς εκείνη τη μαγνητική έλξη που ασκεί η θέα του Μάτερχορν.
Εκεί που νιώθεις ότι αυτή η κοφτερή μύτη που υψώνεται προς τον ουρανό έχει επάνω της κάτι μυσταγωγικό. Κάτι που ξεπερνά την ανθρώπινη ματαιοδοξία της αναμέτρησης με τον φόβο και τον θάνατο και αποκτά την έννοια μιας υπερβατικής αναζήτησης.
Ανεβαίνοντας σε διπλανές κορυφές ή παρατηρώντας το να καθρεφτίζεται στις αλπικές λίμνες, κατάλαβα από νωρίς ότι αυτό το βουνό δεν αρκείται στην απάντηση του Εβερεστ. Αλλά είναι κάτι πιο απόλυτο, κάτι περισσότερο, μία κλήση από το βαθύτερο δέος της ανθρώπινης ύπαρξης. Στο Μάτερχορν ανεβαίνεις «Επειδή πρέπει. Επειδή δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς».
Μία γεωλογική υπερπαραγωγή
Αυτή την επιτακτική ανάγκη και την ακατανίκητη έλξη είναι σίγουρο ότι ένοιωσαν όλοι όσοι πέρασαν από δίπλα του. Οντας σε ένα από τα περάσματα των Αλπεων, η κοφτερή όψη του Μάτερχορν συνόδεψε κατακτητές όλων των εποχών, δημιουργώντας τον δικό του μύθο και προκαλώντας δέος και ένα σωρό δοξασίες για τα όσα μυθικά συμβαίνουν στις κάθετες πλευρές του και στην σχεδόν πάντα σκεπασμένη από ένα σύννεφο κορυφή του. Πρόκειται, ίσως, το πιο αρχετυπικό βουνό του κόσμου, που έχει χρησιμοποιηθεί ως σύμβολο σε αμέτρητα προϊόντα (από σοκολάτες έως κινηματογραφικά στούντιο) και αναπόφευκτα αποτελεί και το trade mark της Ελβετίας.
Βρίσκεται στα σύνορα μεταξύ Ελβετίας και Ιταλίας, στην περιοχή του καντονιού Βαλέ και της ιταλικής κοιλάδας Αόστα και προσεγγίζεται και από τις δύο πλευρές, από το Τσέρματ στην Ελβετία και από την Τσερβίνια στην Ιταλία. Η εντυπωσιακή κορυφή του φτάνει τα 4.478 μέτρα, υψόμετρο που δεν είναι το μεγαλύτερο στις Αλπεις (τον τίτλο αυτόν κατέχει το Μοντ Μπλαν), ενώ υπολείπεται αισθητά και των κορυφών των Ιμαλαίων. Η γοητεία του έγκειται τόσο στην ασυνήθιστη συμμετρία του όσο και στο γεγονός ότι στέκεται μόνο του, χωρίς να περιβάλλεται από άλλες κορυφές του ίδιου ύψους.
Το σχήμα του μοιάζει με τετραγωνική πυραμίδα, με τέσσερις κύριες ακμές που αντιστοιχούν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Οι πλευρές του ονομάζονται σύμφωνα με την κατεύθυνσή τους: βόρεια, νότια, ανατολική και δυτική, με την πιο εντυπωσιακή όψη του βουνού να φαίνεται από την ελβετική πλευρά. Οι γεωλόγοι υποστηρίζουν ότι σχηματίστηκε πριν 50 με 60 εκατομμύρια χρόνια, από την πρόσκρουση της ευρασιατικής με την αφρικανική τεκτονική πλάκα -στην κορυφή του μάλιστα έχουν αναγνωριστεί αφρικανικής καταγωγής πετρώματα.
Το Μάτερχορν αποτέλεσε πόλο έλξης για την περιοχή από τα πρώτα χρόνια της διαμόρφωσης του τουριστικού ρεύματος προς τις Αλπεις, στα τέλη του 18ου αιώνα, και πλέον αποτελεί το επίκεντρο διακοπών για όλο τον χρόνο, είτε τον χειμώνα για σκι στις αμέτρητες πίστες σε ελβετική και ιταλική πλευρά, είτε το καλοκαίρι για hiking και αναρριχήσεις κάθε είδους και δυσκολίας. Για να φθάσουμε όμως σε αυτό το σημείο χρειάστηκε να διαδοθεί σε όλη την Ευρώπη ο μύθος του Μάτερχορν. Και αυτό έγινε πριν ακριβώς 160 χρόνια, σε μία ιστορία γεμάτη από την ανθρώπινη ανάγκη για υπέρβαση και την τραγική μοίρα όσων αναμετρώνται με τους Θεούς και τους δαίμονές τους.
Η κατάκτηση του φοβερού Μάτερχορν
«Επειδή πρέπει.». Δεν θα μπορούσα να φανταστώ κάποια άλλη σκέψη να περνά από το μυαλό του 20χρονου Βρετανού Edward Whymper, όταν έφθασε στο Zermatt και αντίκρισε στο βάθος της κοιλάδας να υψώνεται η μυτερή όψη του Μάτερχορν. Ηταν το καλοκαίρι του 1860 που ο νεαρός Edward, ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του ως καλλιτέχνης και ξυλογράφος, είχε φθάσει στις Άλπεις για να φτιάξει τα σκίτσα των μεγάλων κορυφών, μετά από συμφωνία με εκδότη του Λονδίνου. Ο Whymper, λόγω και της ιδιαιτερότητας της καλλιτεχνικής του αποστολής, υποχρεώθηκε να εξασκηθεί στην ορειβασία, όπου και κόλλησε το «μικρόβιο». Και η «συνάντηση» με το Μάτερχορν ήταν απλά καθοριστική για τον ίδιο και την μετέπειτα ζωή του, βάζοντας ως στόχο να είναι αυτός που θα λύσει τον γρίφο του ανυπότακτου βουνού και θα ανέβει πρώτος στην κορυφή του.
Μία τέτοια όμως κορυφή χρειαζόταν περισσότερη δραματουργία για να παραδοθεί στους ανθρώπους. Και αυτή ήταν έτοιμος να την προσφέρει ένας άλλος επίδοξος κατακτητής. Το όνομά του ήταν Jean-Antoine Carrel, ένα αγροτόπαιδο που είχε μεγαλώσει από την άλλη πλευρά του βουνού, την ιταλική, και είχε ζήσει από μικρός μέσα στα μονοπάτια και τις πλαγιές κυνηγώντας αγριοκάτσικα. Επιστρέφοντας στο χωριό του μετά την απόλυσή του από τον στρατό, ο Carrel ήταν πλέον αποφασισμένος να ανέβει πρώτος στο Μάτερχορν. Και παρά λίγο να τα καταφέρει σε μία από τις πρώιμες προσπάθειες, όταν το 1860 μαζί με την ομάδα του έφθασαν αρκετά ψηλά, στα 3.658 μέτρα, πριν υποχωρήσουν λόγω καιρού.
Και οι δύο πρωταγωνιστές της ιστορίας μας ετοιμάζονται πυρετωδώς για την καλοκαιρινή σεζόν του 1861. Ο Whymper μάλιστα ζήτησε από τον Carrel να συνεργαστούν για την ανάβαση, με τον τελευταίο να αναλαμβάνει χρέη οδηγού, όμως εκείνος αρνήθηκε, θέλοντας να κρατήσει για τον εαυτό του την δόξα της πρωτιά. Για τα επόμενα χρόνια ξεκίνησε μία αντιπαλότητα μεταξύ των δύο νεαρών, με προσπάθειες ανάβασης που όλες ήταν αποτυχημένες. Και έτσι φθάνουμε στο 1865, όπου και πάλι ο Βρετανός ζητά από τον ντόπιο ορειβάτη να συνεργαστούν.
Ο Carrel όμως αρνείται και πάλι και ετοιμάζει την δική του ομάδα. Αυτό φθάνει στα αυτιά του Whymper, ο οποίος ετοιμάζει στα γρήγορα μία ομάδα από επτά άνδρες, οι περισσότεροι από αυτούς χωρίς κάποια ιδιαίτερα αξιόλογη εμπειρία στη δύσκολη αναρρίχηση. Αυτή τη φορά ο Whymper αποφάσισε να ακολουθήσει διαφορετική διαδρομή και να ανέβει από την πλευρά της Ελβετίας, από την διάσημη σήμερα κόψη Χορνλί (που παραμένει η κύρια διαδρομή ακόμα και σήμερα).
Τα ξημερώματα της 13 Ιουλίου του 1865, ο Edward Whymper και η ομάδα του ξεκίνησαν την ανάβαση. Η επιλογή αυτής της διαδρομής αποδείχτηκε τελικά μία ιδιαίτερα έξυπνη κίνηση από την πλευρά του Βρετανού και έτσι μέσα σε λίγες ώρες και παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν από το σαθρό έδαφος, κατάφεραν να φθάσουν στην κορυφή, με το ρολόι να δείχνει 1.40 το μεσημέρι.
Τα ξημερώματα της 13 Ιουλίου του 1865, ο Edward Whymper και η ομάδα του ξεκίνησαν την ανάβαση. Η επιλογή αυτής της διαδρομής αποδείχτηκε τελικά μία ιδιαίτερα έξυπνη κίνηση από την πλευρά του Βρετανού και έτσι μέσα σε λίγες ώρες και παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν από το σαθρό έδαφος, κατάφεραν να φθάσουν στην κορυφή, με το ρολόι να δείχνει 1.40 το μεσημέρι.
Ηταν μια πεντακάθαρη ημέρα, σύμφωνα με τις αφηγήσεις του Whymper, κάτι που τους επέτρεψε να έχουν πανοραμική θέα στις γύρω κορυφές και στον ίδιο να καταγράψει με το πενάκι του όσα έβλεπε.
Οντας στην κορυφή, άκουσαν φωνές γύρω στα 300 μέτρα πιο κάτω από την ιταλική πλευρά. Ηταν η ομάδα του Carrel, η οποία και αυτή είχε ξεκινήσει την ίδια ημέρα, όμως δυστυχώς για αυτούς, τους είχαν προλάβει οι άλλοι. Το δράμα της απογοήτευσης ήταν ασήκωτο για τον Carrel, ο οποίος έδωσε εντολή στην ομάδα του να αρχίσει την κατάβαση, παρά το γεγονός ότι απείχαν ελάχιστα από την επίτευξη του στόχου τους (επέστρεψε πάντως λίγες ημέρες μετά και πέτυχε την πρώτη ανάβαση από την ιταλική πλευρά).
Από τη δόξα στην τραγωδία
Από τη δόξα στην τραγωδία
Λίγο πιο πάνω, στην κορυφή και στην ομάδα του Whymper το κλίμα ήταν πανηγυρικό. Οταν αποφάσισαν ότι ήταν ώρα να κατέβουν, δέθηκαν με τα σχοινιά τους και ξεκίνησαν να κινούνται προς τα κάτω, με τον γκρεμό των 1.500 μέτρων να χάσκει κάτω από τα κουρασμένα πόδια τους.
Ενας από την ομάδα, ο 19χρονος λονδρέζος Douglas Robert Hadow γλίστρησε στο κενό και μαζί παρέσυρε και τον Γάλλο Michael Croz, τον πιο έμπειρο από όλους, τον 18χρονο Λόρδο Francis Douglas και τον Αγγλο ιερέα Charles Hudson.
Ο Whymper, με τον Peter Tangevald και τον γιο του Peter Jr., τους δύο έμπειρους οδηγούς από το Zermatt, κατάφεραν να παραμείνουν πάνω στον βράχο και να μην παρασυρθούν και αυτοί στον θάνατο.
Το σοκ ήταν μεγάλο και οι τρεις τους κατάφεραν να κρατηθούν σε ένα κοίλωμα μέχρι να περάσει η παγωμένη νύχτα και να κατέβουν την επομένη από το βουνό.
Σήμερα το Matterhorn είναι μία πρόκληση ακόμα και για τους πιο εξασκημένους. Δεν είναι τυχαίο ότι έχουν χάσει τη ζωή τους πάνω από 500 ορειβάτες στην προσπάθειά τους να το κατακτήσουν.
Σήμερα το Matterhorn είναι μία πρόκληση ακόμα και για τους πιο εξασκημένους. Δεν είναι τυχαίο ότι έχουν χάσει τη ζωή τους πάνω από 500 ορειβάτες στην προσπάθειά τους να το κατακτήσουν.
Η υποδοχή τους στο Zermatt έγινε με ανάμεικτα αισθήματα, καθώς ο θάνατος των τεσσάρων της ομάδας είχε επισκιάσει την τεράστια επιτυχία της ανάβασης. Οι τοπικές αρχές ανέσυραν τα πτώματα από τον παγετώνα στη βάση του βουνού και ξεκίνησαν έρευνες για τα αίτια του θανάτου τους.
Μάλιστα υπήρχαν υποψίες ότι ο Whymper και οι άλλοι δύο επιβιώσαντες είχαν κόψει οι ίδιοι το σχοινί ώστε να γλιτώσουν, κάτι που δεν αποδείχτηκε ποτέ. Αντίστοιχο ήταν και το κλίμα πίσω στο Λονδίνο: οι Times μιλούσαν για τη ματαιότητα της ορειβασίας αυτού του επιπέδου, ενώ η βασίλισσα Βικτώρια ανακοίνωσε ότι σκόπευε να απαγορεύσει την αναρρίχηση στα βουνά.
Το τραγικό αυτό περιστατικό αποτέλεσε βαρίδι που κουβάλησε για όλη του τη ζωή ο Whymper, ο οποίος στο βιβλίο που έγραψε μετά από πολλά χρόνια και έγινε και best-seller, προσπάθησε να αποσείσει από πάνω του κάθε ευθύνη.
Ο γνήσιος Βρετανός πάντως δεν παρέλειψε επίσης να εκφράσει την υψηλή του αίσθηση για το sportsmanship, λέγοντας ότι ο αντίπαλός του, ο Carrel ήταν αυτός που δικαιούτο να ανέβει πρώτος. Πέρα από την τραγωδία, η είδηση για την κατάκτηση του Μάτερχορν δημιούργησε τεράστια αίσθηση σε όλη την Ευρώπη, και προκάλεσε ένα άνευ προηγουμένου κλίμα επίσκεψης στα μεγάλα και δύσκολα βουνά.
Ο αλπινισμός όπως τον γνωρίζουμε στις μέρες μας είχε ήδη το ορόσημό του και την πηγή έμπνευσης για δεκάδες ανθρώπους του ρίσκου και της περιπέτειας.
Ο κοσμοπολίτης Έλληνας του Μάτερχορν
Ο κοσμοπολίτης Έλληνας του Μάτερχορν
Αν η ανάβαση του Μάτερχορν είναι ένα «πρέπει», ή ακόμα καλύτερα ένα είδος «τάματος» για τους πιστούς των βουνών, ο Γιώργος Μιχαηλίδης ήταν ο πιο χαρισματικός ιεροκήρυκας του Ελβετικού βουνού για τους ορειβάτες της Ελλάδας.
Θυμάμαι με πόση έξαψη διάβαζα και ξαναδιάβαζα τις αφηγήσεις του σε ελληνικό έντυπο με τις εμπειρίες του από το Μάτερχορν και πως μέσα μου ο Γιώργος Μιχαηλίδης έβαλε τη σπίθα του «υψηλού και του ωραίου».
Η ιστορία του και η πορεία της ζωής του είναι μεγάλη, οπότε εδώ θα αρκεστούμε μόνο στη δική του σχέση με το Μάτερχορν, που όπως περιέγραφε και εκείνος ήταν καθοριστική και αναπόφευκτη. Μία ιστορία πάθους για τη συγκεκριμένη κορυφή, έναν διαρκή έρωτα που κράτησε αρκετές δεκαετίες, με τον μεγάλο Ελληνα ορειβάτη να κάνει έξι συνολικά απόπειρες κορυφής, εκ των οποίων 4 επιτυχημένες, και μάλιστα από τις τέσσερις διαφορετικές κόψεις του βουνού
Το 1951 ο Γιώργος Μιχαηλίδης κατάφερε να κατακτήσει το Matterhorn, ως ο πρώτος Έλληνας που έφθασε στην κορυφή του.
Η ανάβαση στο Μάτερχορν του είχε γίνει έμμονη ιδέα από την πρώτη στιγμή που ήρθε σε επαφή με το βουνό και όπως έλεγε ο ίδιος «το μόνο που θέλω είναι να πραγματοποιήσω ένα όνειρό της ζωής μου, που κατάντησε πια πολύ τυραννικόν». Από αυτήν την τυραννική παρουσία του Ματερχορν, σύμπτωμα που βασάνισε όλους όσους το πλησίασαν, ο Γιώργος Μιχαηλίδης κατάφερε να απαλλαγεί το 1951, όταν και κατάφερε να κατακτήσει το βουνό, ως ο πρώτος Έλληνας που έφθασε στην κορυφή του. Η πρώτη αυτή επιτυχία έγινε από την πιο βατή (τηρουμένων των αναλογιών…) κόψη Χορνλί, την 13η Αυγούστου του 1951, σε συνεργασία με έναν έμπειρο Ελβετό οδηγό.
Το 1951 ο Γιώργος Μιχαηλίδης κατάφερε να κατακτήσει το Matterhorn, ως ο πρώτος Έλληνας που έφθασε στην κορυφή του.
Η ανάβαση στο Μάτερχορν του είχε γίνει έμμονη ιδέα από την πρώτη στιγμή που ήρθε σε επαφή με το βουνό και όπως έλεγε ο ίδιος «το μόνο που θέλω είναι να πραγματοποιήσω ένα όνειρό της ζωής μου, που κατάντησε πια πολύ τυραννικόν». Από αυτήν την τυραννική παρουσία του Ματερχορν, σύμπτωμα που βασάνισε όλους όσους το πλησίασαν, ο Γιώργος Μιχαηλίδης κατάφερε να απαλλαγεί το 1951, όταν και κατάφερε να κατακτήσει το βουνό, ως ο πρώτος Έλληνας που έφθασε στην κορυφή του. Η πρώτη αυτή επιτυχία έγινε από την πιο βατή (τηρουμένων των αναλογιών…) κόψη Χορνλί, την 13η Αυγούστου του 1951, σε συνεργασία με έναν έμπειρο Ελβετό οδηγό.
Η ανάβαση έγινε μέσα σε αρκετά δύσκολες καιρικές συνθήκες, με τις εφημερίδες της εποχής να κάνουν λόγο για φοβερή θύελλα και τον παρ’ ολίγον θάνατο του Ελληνα ορειβάτη.
Στο ημερολόγιό του ο Μιχαηλίδης σημειώνει ότι «η κακή ορατότητα δεν μας άφησε να απολαύσουμε την ωραία θέα, οι κεραυνοί που άρχισαν να πέφτουν δίπλα μας, μάς ανάγκασαν να αρχίσουμε την κατάβαση χωρίς χρονοτριβή.».
Μετά από 7 ώρες βρίσκονταν στην ασφάλεια του καταφυγίου Χορνλί, ενώ τις επόμενες ημέρα τα νέα για τον πρώτο Ελληνα που ανέβηκε στο φοβερό Μάτερχορν έφθαναν και στη χώρα μας.
Ο «πατριάρχης» της ελληνικής ορειβασίας
Ο «πατριάρχης» της ελληνικής ορειβασίας
Η ερωτική σχέση του Γιώργου Μιχαηλίδη με το Μάτερχορν τον έφερε αρκετές φορές ακόμα στην αγκαλιά του.
Και του χάρισε στιγμές απογοήτευσης, αλλά και στιγμές μεγάλης χαράς και ικανοποίησης, καθώς κατάφερε να το κατακτήσει άλλες τρεις φορές, από τρεις διαφορετικές διαδρομές:
Το 1952 από την Ιταλική πλευρά, το 1967 από την κόψη Φίγκεν και τέλος το 1973 από την εξαιρετικής δυσκολίας κόψη Τσμουτ.
Οι επιτυχίες του Γιώργου Μιχαηλίδη άνοιξαν τον δρόμο σε νεότερους Ελληνες αναρριχητές να ταξιδέψουν στο εξωτερικό και να δοκιμαστούν όχι μόνο στις Αλπεις αλλά και στα Ιμαλάια.
Ο Γιώργος Μιχαηλίδης έζησε μία γεμάτη ζωή, κερδίζοντας τον σεβασμό της παγκόσμιας ορειβατικής κοινότητας και αποτελώντας τον αδιαμφισβήτητο «πατριάρχη» της ελληνικής ορειβασίας.
Ο Γιώργος Μιχαηλίδης έζησε μία γεμάτη ζωή, κερδίζοντας τον σεβασμό της παγκόσμιας ορειβατικής κοινότητας και αποτελώντας τον αδιαμφισβήτητο «πατριάρχη» της ελληνικής ορειβασίας.
Ενας γνήσιος κοσμοπολίτης των βουνών, ένας άνθρωπος πάντα προσηνής και πρόθυμος να μεταφέρει τις γνώσεις και το πάθος του για το βουνό στις νεότερες γενιές.
Στις 23 Ιουλίου του 1995, στα 80 του χρόνια, ο Γιώργος Μιχαηλίδης είχε κάνει μία ακόμα επιτυχημένη ανάβαση στον αγαπημένο του Ολυμπο μαζί με τα εγγόνια του.
Στο κατέβασμα όμως από τον Μύτικα έχασε την ισορροπία του και έπεσε στον γκρεμό, χάνοντας τη ζωή του, με το Βουνό των Θεών να κρατά για πάντα κοντά του τον θνητό που τόλμησε να τους φθάσει.
Και κάποιες στιγμές να τους ξεπεράσει. Γιατί; «Γιατί πρέπει.».