Σε μια πτώση και επιταχυνόμενη ολίσθηση οι κίνδυνοι είναι δύο κατηγοριών.
Αυτοί που είναι επάνω μας, και αυτοί που είναι στο πεδίο.
Οι κίνδυνοι στο πεδίο στη φάση της ολίσθησης προέρχονται από:
- τον φωτισμό,
- τον τρέχοντα καιρό,
- την επιφάνεια του εδάφους ολίσθησης, κλίση και σύσταση,
- τη συνεκτικότητα μεταξύ του επιφανειακού και του από κάτω στρώματος της επιφάνειας,
- τα εμπόδια, και
- την απόσταση από απότομες καταπτώσεις στην πορεία ολίσθησης.
Οι κίνδυνοι επάνω μας στη φάση της ολίσθησης προέρχονται από:
- την προσωπική μας κατάσταση,
- τον εξοπλισμό που κρατάμε ή φοράμε (μποντριέ/εξάρτηση, σχοινί, μπατόν, πιολέ, κραμπόν, ρακέτες, σκι),
- τον εξοπλισμό που κουβαλάμε (σακίδιο, σκι στην πλάτη, ρακέτες, εργαλεία, κλπ),
- τον όγκο και το βάρος του φορτίου,
- τον ρουχισμό (γυμνά χέρια, ακατάλληλα παπούτσια, κοντά ρούχα πχ σορτσάκια ή κοντά μανίκια, ολισθηρά ρούχα ή πολύ φαρδιά), και
- τον υποκειμενικό μας φόβο.
Σε μια πτώση και επιταχυνόμενη ολίσθηση, όσον αφορά τις δυνατότητες χειρισμού της αυτοδιάσωσης, ο χειρότερος όγκος φορτίου είναι αυτός που φέρουμε στα πλευρά ή μπροστά μας.
Ο φόβος είναι
προσωπικός κατα περίπτωση και αναπτύσσεται στη φάση της ολίσθησης, στον
χρόνο που ακόμη δεν έχει επιτευχθεί η επιθυμητή επιβράδυνση. Περιορίζεται με την εξάσκηση σε εξομοίωση
με αυξανόμενα δυσκολότερες αλλά ελεγχόμενες συνθήκες. Οι ελεγχόμενες
συνθήκες στην εξάσκηση, οποιασδήποτε τεχνικής ή εξοπλισμού, δεν είναι
απαιτούμενο μόνο για λόγους άμεσης ασφάλειας αλλά και για την αποφυγή
ψυχολογικά τραυματικών καταστάσεων στη φάση της εκμάθησης, οι οποίες
μπορεί να επηρεάσουν κρίσιμα τη μελλοντική απόδοση σε πραγματικές συνθήκες και συμβάντα.