Ήταν μια από εκείνες τις καθαρές, κρυστάλλινες μέρες στον Όλυμπο, που ακόμα και η αναπνοή μοιάζει βαριά από την ομορφιά.
Ξεκινήσαμε από τα Πριόνια νωρίς το πρωί ο ήλιος ανέβαινε αργά πίσω από τις κορυφές και οι πέτρινες ράχες έλαμπαν σαν να είχαν φτιαχτεί από φως.
Καθώς περπατούσαμε στο μονοπάτι προς το οροπέδιο των Μουσών, η ησυχία διακόπτονταν μόνο από τα βήματά μας και τον ήχο του Ενιπέα.
Καθώς ανεβαίναμε, συναντήσαμε έναν πεζοπόρο που μας έκανε εντύπωση. Ήταν Αμερικανός, περίπου στην ηλικία μου, με ένα μικρό μεταλλικό κουτί κρεμασμένο στο σακίδιό του. Μας χαιρέτησε με ένα διστακτικό χαμόγελο και ξεκίνησε συζήτηση.
Μας εξήγησε ότι είχε φέρει τις στάχτες του φίλου του από την Αμερική και ήθελε να τις σκορπίσει στην κορυφή του Μύτικα. «Ήταν το αγαπημένο του μέρος», είπε, «το μέρος που πάντα ήθελε να δει πριν φύγει».
Η στιγμή ήταν φορτισμένη. Η κορυφή, τα σύννεφα που κυλούσαν κάτω μας, και η αίσθηση του ανέμου να σφίγγει γύρω μας, μας θύμιζαν πως η ζωή είναι ένα μονοπάτι που οδηγεί πάντα ψηλότερα, αλλά και προς το τέλος.
Στην ανάβαση, μοιραστήκαμε ιστορίες για το πώς οι ορειβάτες αγαπούν τα βουνά τους, πώς κάθε κορυφή έχει τη δική της ψυχή, και πώς η θνητότητα κάνει την ομορφιά ακόμα πιο έντονη.
Ο Αμερικανός πεζοπόρος διάβασε ένα μικρό ποίημα για τον φίλο του και, όταν φτάσαμε στον Μύτικα, άνοιξε το κουτί και άφησε τις στάχτες να ταξιδέψουν στον αέρα. Οι στάχτες στροβιλίζονταν πάνω από τα βράχια, ανακατεύονταν με τον άνεμο, σαν να είχαν γίνει ένα με το βουνό.
Καθίσαμε εκεί για λίγο, σιωπηλοί, απολαμβάνοντας την απεραντοσύνη γύρω μας. Ήταν μια στιγμή βαθιάς συνειδητοποίησης: η ζωή συνεχίζεται μέσα από τις μνήμες και τα συναισθήματα που αφήνουμε πίσω μας. Ένιωσα τα δάκρυα να κυλούν, χωρίς ντροπή, να λούζουν το πρόσωπό μου με ένα είδος ανακούφισης που μόνο η φύση και η θλίψη μπορούν να προσφέρουν ταυτόχρονα.
Ο Γιάννης μου είπε με ψιθυριστή φωνή: «Κάθε βήμα εδώ, σε φέρνει πιο κοντά στην αλήθεια. Το βουνό σε διδάσκει να αγαπάς, να θρηνείς, και να αφήνεις πίσω σου». Η Μαρία κι η Ελένη κοίταζαν μαγεμένες τον ορίζοντα, όπου οι κορυφές αγκάλιαζαν τον ουρανό και οι σκιές των σύννεφων χόρευαν στα φαράγγια.
Καθώς αρχίσαμε την κατάβαση, ένιωσα μια ειρήνη που σπάνια συναντά κανείς στις καθημερινές του στιγμές. Ο Όλυμπος, με τον Μύτικα ψηλά πάνω από τα πάντα, δεν είναι μόνο βουνό· είναι μάρτυρας της ανθρώπινης ζωής, των χαμένων φίλων και των δικών μας συναισθημάτων.
Η εμπειρία εκείνη μού υπενθύμισε πως, τελικά, οι στιγμές που μοιραζόμαστε με τους άλλους και η φύση είναι ό,τι μένει· και πως κάθε ανάβαση, κάθε σκαρφάλωμα, μας διδάσκει να ζούμε πιο έντονα.
Καθώς το μονοπάτι κατηφόριζε προς τα Πριόνια, η ανάμνηση των στάχτων που χάθηκαν στον άνεμο και η συνάντηση με τον ξένο πεζοπόρο μού έδωσαν ένα συναίσθημα που δύσκολα περιγράφεται: συνειδητοποίηση, σεβασμό, λύτρωση.
Και ξέρω πως κάποια μέρα, όταν θα φτάσει η σειρά μου, ο Μύτικας θα είναι εκεί, πάνω από τα σύννεφα, για να δεχθεί και εμένα με τον ίδιο τρόπο.


