Στις 25 Μαΐου 2006, ο Αυστραλός ορειβάτης Λίνκολν Χολ έγραψε ιστορία στο Έβερεστ με έναν τρόπο που κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί. Αφού κατέκτησε την κορυφή του ψηλότερου βουνού του κόσμου, η κάθοδός του εξελίχθηκε σε εφιάλτη.
Σε υψόμετρο περίπου 8.700 μέτρων, ο 50χρονος τότε ορειβάτης υπέστη εγκεφαλικό οίδημα μεγάλου υψομέτρου. Αποπροσανατολισμένος και σε παραλήρημα, κατέρρευσε. Μετά από πολλαπλές, ανεπιτυχείς προσπάθειες διάσωσης, η ομάδα του αναγκάστηκε να τον εγκαταλείψει. Ανακηρύχθηκε νεκρός και η οικογένειά του στην Αυστραλία ενημερώθηκε για τον θάνατό του.
Το επόμενο πρωί, ωστόσο, μια ομάδα ορειβατών που επιχειρούσε ανάβαση τον βρήκε ζωντανό, καθισμένο στην άκρη ενός γκρεμού, χωρίς γάντια και καπέλο, με σοβαρά κρυοπαγήματα και σε κατάσταση οριακής εξάντλησης.
Αμέσως του πρόσφεραν οξυγόνο, φαγητό και ζεστά ρούχα. Ξεκίνησε τότε μια επικίνδυνη και κοπιαστική επιχείρηση διάσωσης που διήρκεσε ώρες, μέχρι που ο Χολ κατέβηκε σώος στη βάση.
Η απίστευτη περιπέτειά του συγκλόνισε τη διεθνή κοινή γνώμη, καθώς θεωρήθηκε ένα από τα πιο δραματικά περιστατικά επιβίωσης στην ιστορία του Έβερεστ. Ο Χολ κατέγραψε την εμπειρία του στο βιβλίο Dead Lucky, περιγράφοντας λεπτομερώς την «επιστροφή από τον θάνατο».
Παρά τα κρυοπαγήματα που τον ανάγκασαν να χάσει δάχτυλα, ο Χολ ανέκαμψε πλήρως. Έξι χρόνια αργότερα, το 2012, έφυγε από τη ζωή στα 56 του χρόνια, νικημένος από μεσοθηλίωμα, έναν σπάνιο καρκίνο που σχετίζεται με την έκθεση σε αμίαντο.
Η ιστορία του, όμως, παραμένει σύμβολο της ανθρώπινης αντοχής και της δύναμης για επιβίωση απέναντι στις πιο ακραίες συνθήκες.