Η πεζοπορία μας προς το Everest Base Camp ήταν σαν να παίζουμε σε ριάλιτι επιβίωσης – απλά χωρίς τις κάμερες.
Το ταξίδι ξεκίνησε από το Λουκλά, στα 2.860 μέτρα, κι από εκεί άρχισε μια ανηφόρα που έμοιαζε ατελείωτη. Οι Sherpa περνούσαν δίπλα μας με 40 κιλά φορτωμένα στις πλάτες, κι εμείς παλεύαμε με τα δικά μας σακίδια που φάνταζαν ξαφνικά βαρύτερα απ’ ό,τι είχαμε φανταστεί.
Η διαδρομή μάς οδήγησε μέσα από ζούγκλα, πάνω σε κρεμαστές γέφυρες που αιωρούνταν τρομακτικά πάνω από τον ποταμό Ντουνγκ Κόσι, και σε χωριά όπως το Ναμτσέ Μπαζάρ, το «Μόντε Κάρλο» των Ιμαλαΐων. Εκεί, με θέα τις χιονισμένες κορυφές, βρήκαμε wifi και καφέδες – μια παράξενη πολυτέλεια στα 3.440 μέτρα.
Κάθε μέρα ανεβαίναμε 500–600 μέτρα, κι ήταν σαν να περνάμε στο επόμενο level ενός videogame. Ο αέρας γινόταν όλο και πιο λεπτός, το οξυγόνο λιγόστευε, και κάθε ανάσα θύμιζε ότι είμαστε πολύ μακριά από το «φυσιολογικό». Ο καιρός έπαιζε κι αυτός μαζί μας: μέσα σε δέκα λεπτά μπορούσαμε να ζήσουμε καλοκαίρι, βροχή και χιονοθύελλα.
Όταν τελικά φτάσαμε στο Base Camp, στα 5.364 μέτρα, ήμασταν μούσκεμα, παγωμένοι, αλλά με το ύφος κατακτητή. Όλη η κούραση και το ζόρι είχαν αξία μόνο για εκείνη τη στιγμή μπροστά στην ταμπέλα και τη φωτογραφία που την επισφράγισε.
Κι όμως, η μεγαλύτερη ανταμοιβή δεν ήταν η θέα ούτε η κορυφή που μας κοίταζε από πάνω. Ήταν τα γέλια, οι φιλίες, οι κουβέντες στα καταφύγια, οι στιγμές που γίνονταν αναμνήσεις. Μετά από 130 χιλιόμετρα, καταλάβαμε ότι γυρίζουμε πίσω πιο γεμάτοι – πιο πλούσιοι σε εμπειρίες απ’ ό,τι σε θερμίδες από το αμφιλεγόμενο ντάλ μπατ.