Την «Ορειβατική Λέσχη Θεσσαλονίκης» την άκουγα αλλά λόγω αντιλήψεων πάντα τριγύριζα στα βουνά μόνος με τη δική μου παρέα. Φτάνοντας το μικρό λεωφορείο στην περιοχή της Αργιθέας (διάσελο Αγίου Νικολάου) σταμάτησε και μέσα σε 3 λεπτά ένα μικρό τσούρμο ξεχύθηκε τρέχοντας προς το βουνό!
Τρομερή εικόνα, που με άφησε άναυδο αλλά και με ενθουσίασε, μπορώ να πω. Προσπάθησα να τους ακολουθήσω αλλά συνόδευα και το φίλο μου κι έτσι οι παλαβοί χάθηκαν πίσω απ τις πλαγιές για την κορυφή της Καράβας και δεν τους ξαναείδα, παρά μόνο το βράδυ στη ταβέρνα στο χωριό Λεοντίτο, να πίνουν και να χορεύουν ανάμεσα στα λιγοστά τραπέζια του μαγαζιού. Ήπια κι εγώ εκείνο το βράδυ και ήπια πολύ…
Το άλλο πρωί (27.05.1984) με θολή σκέψη και τρεκλίζοντας ακόμα απ’ το πιοτό, πήρα στο κατόπι τον Δημήτρη Μπουντόλα, καθώς όλοι οι υπόλοιποι είχαν εξαφανιστεί νωρίτερα τρέχοντας, πίσω από έναν που ήταν ο αρχηγός τους και άκουγε στο όνομα Δημήτρης Μυστακίδης. Ανεβήκαμε στου Σαλαγιάννη, την πρώτη από την τετραπλή κορυφή του Ντελιδημιού.
Ο Μπουντόλας έφυγε από αλλού για να ανέβει μέσα από μια χιονούρα. Εγώ πήγα από το ξερό, ήταν Μάιος και τα χιόνια λιγοστά.
Έφτασα γρήγορα πάνω, τόσο που ήμουν ολομόναχος! Τράβηξα μια φωτογραφία τον εαυτό μου να κοιτά προς τα νότια και μετά από λίγη ώρα έφτασε από άλλη μεριά το τσούρμο του Μυστακίδη, με τον αρχηγό του να απορεί πώς βρέθηκα εκεί νωρίτερα από εκείνους! Όταν μαζευτήκαμε όλοι ξεκινήσαμε με τον φρενήρη ρυθμό τους να κινούμαστε ανατολικά προς το Ντελιδήμι. Μας χώριζαν δύο κορυφές μέχρις εκεί, η Διχάλα και το Σουφλί.
Ξεκινήσαμε να κατηφορίζουμε τη Διχάλα από τη νότια πλευρά της, εκείνη που κοιτά στο Ασπρόρεμα. Ο Μπουντόλας μπροστά, διάλεξε ένα σαθρό λούκι και μπήκε μέσα. Ήταν η μόνη διέξοδος προς τα κάτω για να ξεφύγουμε από τις απόκρημνες πλαγιές! Έχοντας μπει σχεδόν όλοι και όντας απλωμένοι στο ανάπτυγμα του λουκιού, οι τελευταίοι έριξαν άθελά τους μπαίνοντας κάποια πέτρα.
Η μία πέτρα παρέσυρε πολλές άλλες κατρακυλώντας και σε δευτερόλεπτα ένας χείμαρρος από μικρά βράχια κυλούσε στο κάθετο αυλάκι που μετά βίας στεκόμασταν, πιασμένοι από το σαθρό τοίχο του! Σωθήκαμε όλοι μας επειδή κάποιοι μπορέσαμε να γαντζωθούμε σε κάθετη επιφάνεια και κάποιοι άλλοι από τύχη. Θυμάμαι πως μια πέτρα με χτύπησε με δύναμη στο σακίδιο, μόλις 2-3 εκατοστά μακριά από το κεφάλι μου!
Ένας απίστευτος αχός από τις πέτρες που γκρεμίζονται γέμισε το χώρο τριγύρω μας. Κι όταν αντιλήφθηκα ότι το κακό πέρασε, γύρισα προς τα έξω και είδα τον Μπουντόλα που ήταν πρώτος κάτω-κάτω στο λούκι, να τρέχει διαγώνια τη σάρα στην έξοδό του και να φεύγει στην απέναντι μεριά ασφαλής. Οι υπόλοιποι χρειαστήκαμε από λίγα έως αρκετά λεπτά της ώρας για να φτάσουμε σώοι στο τέρμα κάτω του λουκιού.
Συνεχίσαμε όλοι, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα και ανεβήκαμε τελικά στο Ντελιδήμι, προσπερνώντας και το Σουφλί, σχεδόν τρέχοντας! Σώοι και περιχαρείς, μετά από την αναμνηστική φωτογραφία της κορυφής, φύγαμε και πάλι τρέχοντας για να προλάβουμε τη μέρα για το χωριό Πετρίλο, από όπου θα ξεκινούσε το ταξίδι της επιστροφής για Θεσσαλονίκη.
Μόλις είχε ανοίξει για μένα ένα νέο κεφάλαιο στα βουνά, αυτό των αναβάσεων και διασχίσεων ταχύτητας, χάρη στο πνεύμα του αρχηγού εκείνου του τσούρμου, που έτρεχε στα ελληνικά βουνά πολύ πριν καν ακόμα υπάρξει το ορεινό τρέξιμο ως έννοια!
Και μια σχέση φιλίας με τον άνθρωπο που θεωρώ μέντορά μου στα βουνά, τον Δημήτρη Μυστακίδη!