Το Σάββατο το μεσημέρι ξεκινήσαμε για μια εμπειρία που χρόνια λαχταρούσε ο Νικόλας μου: να κοιμηθούμε στην κορυφή του Ψηλορείτη, κάτω από τ’ αστέρια, εκεί που ο ουρανός σμίγει με τη γη, εκεί που ο Τίμιος Σταυρός στέκει περήφανος, φρουρός της Κρήτης.
Η ανάβαση, επίπονη αλλά γεμάτη προσμονή, κράτησε ώρες – τέσσεραμισι χιλιόμετρα πορείας και σχεδόν 900 μέτρα υψομετρικής διαφοράς.
Ο αέρας άλλαζε όσο ανεβαίναμε, γινόταν πιο καθαρός, πιο ψυχρός, πιο "άλλος". Φτάνοντας κοντά στην κορυφή, όμως, το όνειρο σκιάστηκε. Δεν ήταν μόνο το κρύο ή η κούραση. Ήταν η μυρωδιά. Η έντονη, αηδιαστική οσμή σήψης και χαλασμένων τροφίμων. Ήταν τα σκουπίδια, σκορπισμένα παντού – νάιλον, κουτιά, απομεινάρια συσκευασιών, οργανικά απόβλητα. Ήταν τα έντομα, που τριγύριζαν κατά σμήνη, μαρτυρώντας την εγκατάλειψη.
Δεν μείναμε. Δεν μπορούσαμε. Ποιος μπορεί να κοιμηθεί σε τέτοιο περιβάλλον, όταν ήρθε να νιώσει το μεγαλείο της φύσης;
Φύγαμε με την εμπειρία της πρώτης ανάβασης ζωγραφισμένη στο βλέμμα του Νικόλα, αλλά και με την αηδία για την ασέβεια αυτών που ήρθαν πριν από εμάς.
Και αναρωτιέμαι: αυτοί οι «πεζοπόροι» που κουβάλησαν μέχρι την κορυφή γεμάτες συσκευασίες φαγητών και ροφημάτων, δεν μπορούσαν να τις κατεβάσουν άδειες; Ή μήπως άδειαζε και η ευθύνη τους μόλις έτρωγαν;
Ποιος είναι αυτός που θα περπατήσει ώρες, που θα ανέβει τόσα μέτρα με ιδρώτα και κόπο, για να φτάσει σε ένα τοπίο μοναδικής ομορφιάς και δεν θα το σεβαστεί; Ο Ψηλορείτης δεν είναι απλώς ένα βουνό. Είναι ιερότητα, είναι πατρίδα, είναι φυσική μυσταγωγία. Και αν δεν μπορούμε να το δούμε αυτό, τότε το πρόβλημα δεν είναι στα σκουπίδια. Είναι μέσα μας.
Ήρθαμε να βιώσουμε κάτι ανώτερο. Και βρήκαμε μπροστά μας την απόδειξη πως ο άνθρωπος, όταν ξεχνάει τη σχέση του με το περιβάλλον, γίνεται τοξικός. Μα θα ξανανεβούμε.
Όχι για να στήσουμε σκηνή – αλλά για να αφήσουμε πίσω μας ένα καθαρότερο ίχνος από αυτό που βρήκαμε. Γιατί έτσι πρέπει. Γιατί το χρωστάμε στο βουνό. Και στον Νικόλα.





