Δεν υπάρχει τίποτα πιο μαγευτικό από το να γνωρίζεις έναν τόπο μέσα από τα μονοπάτια. 

Κι όταν πρόκειται για μια περιοχή που δεν έχεις επισκεφτεί ούτε καν ως τουρίστας, η εμπειρία γίνεται ακόμα πιο ξεχωριστή.

Ξαφνικά βρίσκεσαι σε μια όμορφη πόλη, φορτισμένη με ιστορία και πολιτισμό που αποτυπώνεται στον ίδιο τον οικισμό και τα μνημεία του.

Και γύρω της, τοπία πανέμορφα, που αποκαλύπτονται μέσα από διαδρομές που έχουν χαραχτεί ανάμεσα σε δάση, ποτάμια, λιβάδια και κορυφές.

Η ομορφιά της διαδρομής φανερωνόταν ήδη από την εκκίνηση, στην πλατεία με τον επιβλητικό, αιωνόβιο πλάτανο, και το ποτάμι να κυλά δίπλα, χαρίζοντας μια αίσθηση ζωντάνιας και αρμονίας.

Κάθε ξεκίνημα που περιλαμβάνει νερό, έχει κάτι το εντυπωσιακό - κι εδώ αυτό ήταν μόνο η αρχή, όπως αποδείχτηκε αργότερα.

Τα πρώτα χιλιόμετρα πλάι σε ποτάμι, μέσα σε ρέμα, ανάμεσα σε μια φύση πλούσια, που έμοιαζε βγαλμένη από σελίδες παραμυθιού.

Θα λέγαμε ότι το νερό, σε κάθε μορφή, ποτάμια, ρυάκια ή λίμνη, είναι ένα από τα έντονα χαρακτηριστικά της διαδρομής.

Μετά ακολουθούσε μια αλλαγή στο τοπίο, αφού η ανάβαση μας οδήγησε ψηλότερα, με σημεία στα οποία η θέα στον κάμπο της Ελασσόνας ήταν συγκλονιστική. 

Κάθε στάση να την θαυμάσεις ήταν και μια ανάσα στη δυσκολία της ανάβασης.

Στα πρώτα 20 χιλιόμετρα, η ματιά σου καρφώνεται στο βάθος: ο ένας από τους δύο εμβληματικούς ορθόλιθους – ο βράχος της Αγίας Σωτήρας – ξεπροβάλλει στον ορίζοντα. 

Από μακριά είναι εντυπωσιακός, σαν να αιωρείται πάνω από το τοπίο, μα όσο πλησιάζεις για εκατοντάδες μέτρα στη βάση του, νιώθεις το μεγαλείο του όγκου του. 

Ένα φυσικό μνημείο που σε συνοδεύει σιωπηλά, ώσπου το μονοπάτι οδηγεί ξανά προς τα πάνω, αρχίζοντας ξανά την ανάβαση προς ψηλότερα σημεία της διαδρομής.

Μπορεί οι άνθρωποι του Συλλόγου Δρομέων και Πεζοπόρων Τσαριτσάνης να είχαν φροντίσει να “γεφυρώσουν” τα περισσότερα περάσματα των ποταμιών, όμως υπήρχε κι ένα σημείο όπου τα πόδια μας βράχηκαν. 

Ήταν γύρω στα μέσα της διαδρομής, καθώς κάναμε τον κύκλο μιας μικρής λίμνης, εκεί όπου παλιά οι κτηνοτρόφοι είχαν δημιουργήσει, με πέτρες και κόπο, ένα χειροποίητο φράγμα. Εκεί λοιπόν, περάσαμε απέναντι μέσα από το ποτάμι που τροφοδοτεί την λίμνη.

Από αυτό το πέρασμα ξεκινούσε η μεγάλη ανάβαση προς την κορυφή της Διάβας, το Κουκούλι, τον δεύτερο επιβλητικό ορθόλιθο της διαδρομής, που υψώνεται στα 1.154 μέτρα υψόμετρο. 

Το μονοπάτι που διέγραφε κυκλικά τη βάση του, ανάμεσα σε πυκνή, σιωπηλή βλάστηση, ήταν από εκείνα που σου χαράζουν τη μνήμη. 

Το ίδιο και ένα μικρό ρυάκι που έρεε από το βράχο και μου “πρόσφερε” το δροσερό νερό του, καθώς η θερμοκρασία είχε ανέβει πολύ. 

Κι όταν μετά βγήκαμε στην κορυφογραμμή, η θέα του χιονισμένου Ολύμπου στο βάθος αριστερά ήταν το κάτι άλλο.

Στο τέλος ξεδιπλώνονται μέσα από λιβάδια και μια ενδιαφέρουσα ποικιλία μονοπατιών, που περνούσαν από διαφορετικά εδάφη, χωμάτινα, αργιλώδη, τεχνικά και πετρώδη.

Μερικά μου θύμισαν τον Ομπλό στην Πάτρα που κάνω πολλές από τις προπονήσεις μου. 

Η διαδρομή έκλεινε ιδανικά, διασχίζοντας δάσος για τα τελευταία τέσσερα χιλιόμετρα, ολοκληρώνοντας ένα παζλ φτιαγμένο με υψηλή αισθητική και ουσία — όχι απλώς μια διαδρομή, αλλά ένα πέρασμα φορτισμένο με μνήμες και συναίσθημα, αποτυπωμένα εκεί από τους ανθρώπους της διοργάνωσης, όπως άλλωστε καταλάβαμε και από τις συζητήσεις μαζί τους. 

Κι αυτό ακριβώς το συναίσθημα ήταν που κατάφεραν να μας μεταδώσουν: την αγάπη τους για τον τόπο, τη φύση, και τη μεγάλη ιστορία του.

advendure.com